- καλογήρου
- καλόγηροςvenerablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλογήρου, Σπύρος — (Αθήνα 1922 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου και όταν αποφοίτησε, το 1955, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Ερωτόκριτος. Συνέχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία συμμετέχοντας στους θιάσους των Ροντήρη, Μινωτή,… … Dictionary of Greek
Λάκκα Καλογήρου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 39 χλμ. Δ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαρέων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Μέχρι το 1991 ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Spyros Kalogirou — (griechisch Σπύρος Καλογήρου, * 3. November 1922 in Kypseli, Athen; † 27. Juni 2009 in Athen) war ein griechischer Schauspieler. Leben Kalogirou studierte in der Schauspielklasse des Odeums; von 1955 an spielte er bis ins Jahr 2004 in über… … Deutsch Wikipedia
CALOCERUS seu CALOGERUS — nomen apud Graecos Monachorum, corum praesertim, qui seniô et aetate venerandi, ex καλὸς pulcher, et γῆρας, senium. Phil. Mazerius in Vita S. Thomasini Patriarchae Constantinopolit. num. 130. Et alii divisi ab Ecclesia, maxime Graeci et Calogeri… … Hofmann J. Lexicon universale
καλογεροσύνη — και καλογηροσύνη, η [καλόγερος] 1. η ιδιότητα ή η ζωή τού καλογήρου 2. το σύνολο τών μοναχών … Dictionary of Greek
Αλεξανδρούπολη — Πόλη (48.885 κάτ.) στα παράλια της Δυτικής Θράκης και σε απόσταση περίπου 14,5 χλμ. από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Απλώνεται σε έκταση 104 τ. χλμ. μαζί με τους γύρω οικισμούς και είναι πρωτεύουσα του νομού Έβρου καθώς και του ομώνυμου δήμου. Το… … Dictionary of Greek
ГАВРИИЛ СЕВИР — [греч. Γαβριὴλ ὁ Σεβῆρος] (ок. 1540/41 21 окт. 1616, Лесина, совр. Хвар, Хорватия), титулярный митр. Филадельфии Лидийской, предстоятель греч. общины в Венеции, правосл. богослов полемист. Наст. фам. Свир (Σβῆρος) переделана на манер лат.… … Православная энциклопедия